-
1 βιαστικος
31) принудительный(νόμος Plat.)
2) неодолимый(συλλογισμός Arst.: αἰτία Plut.)
3) буйный, насильственный(τῶν ζῴων τὰ βιαστικώτερα Arst.)
1 βιαστικος
(νόμος Plat.)
(συλλογισμός Arst.: αἰτία Plut.)
(τῶν ζῴων τὰ βιαστικώτερα Arst.)